- καπηλογείτων
- καπηλογείτων, -ονος, ὁ (Α)αυτός που γειτονεύει με καπηλειό.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + γείτων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek